- κοινός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που ανήκει σε περισσότερους από έναν, δημόσιος: Έχουμε κοινό ταμείο.2. αυτός που αρμόζει σ' όλους: Η μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή.3. μέτριος: Αγόρασα ένα κοινό σπίτι.4. αυτός που συγκεντρώνει τις προσπάθειες πολλών: Ο αγώνας είναι κοινός.5. φρ., «κοινός διαιρέτης», ο αριθμός που διαιρεί ακριβώς δύο άλλους.6. φρ., «ουσιαστικά κοινού γένους», τα ουσιαστικά που έχουν την ίδια κατάληξη και στο αρσενικό και στο θηλυκό γένος.7. το ουδ., κοινό ως ουσ., σημαίνει λαός, κόσμος, κοινωνία: Απαγορεύεται η είσοδος στο κοινό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.