κοινός

κοινός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που ανήκει σε περισσότερους από έναν, δημόσιος: Έχουμε κοινό ταμείο.
2. αυτός που αρμόζει σ' όλους: Η μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή.
3. μέτριος: Αγόρασα ένα κοινό σπίτι.
4. αυτός που συγκεντρώνει τις προσπάθειες πολλών: Ο αγώνας είναι κοινός.
5. φρ., «κοινός διαιρέτης», ο αριθμός που διαιρεί ακριβώς δύο άλλους.
6. φρ., «ουσιαστικά κοινού γένους», τα ουσιαστικά που έχουν την ίδια κατάληξη και στο αρσενικό και στο θηλυκό γένος.
7. το ουδ., κοινό ως ουσ., σημαίνει λαός, κόσμος, κοινωνία: Απαγορεύεται η είσοδος στο κοινό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοινός — common masc nom sg κοινός common masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοῖνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κοινός διαιρέτης — Μαθηματικός όρος, που υποδηλώνει τον αριθμό ο οποίος διαιρεί μια ομάδα άλλων αριθμών ακριβώς, δηλαδή χωρίς να αφήνει υπόλοιπο. Για παράδειγμα, ο αριθμός 2 είναι κ.δ. των αριθμών 4, 8, 16 κ.ά …   Dictionary of Greek

  • παράγοντας και κοινός παράγοντας — (Μαθημ.). Οποιοιδήποτε αριθμοί, όταν συνδέονται μεταξύ τους με την πράξη του πολλαπλασιασμού, είναι οι παράγοντες του γινομένου τους. Ο πολλαπλασιασμός τελείται μεταξύ παραγόντων και έτσι η έννοια π. είναι σύμφυτη με την πράξη αυτή. Κάθε γινόμενο …   Dictionary of Greek

  • Ἑρμῆς κοινός. — См. Чур пополам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κοινότερον — κοινός common adverbial comp κοινός common masc acc comp sg κοινός common neut nom/voc/acc comp sg κοινός common adverbial comp κοινός common masc acc comp sg κοινός common neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοτάτων — κοινός common fem gen superl pl κοινός common masc/neut gen superl pl κοινός common fem gen superl pl κοινός common masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοτέραις — κοινός common fem dat comp pl κοινοτέρᾱͅς , κοινός common fem dat comp pl (attic) κοινός common fem dat comp pl κοινοτέρᾱͅς , κοινός common fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινοτέρων — κοινός common fem gen comp pl κοινός common masc/neut gen comp pl κοινός common fem gen comp pl κοινός common masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”